ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΝΗ ΤΟΝ ΚΥΝΑ! "Η μελαγχολία είναι η ευτυχία της θλίψης" Βίκτωρ ΟυγκώΜάνος Στεφανίδης, Επιμελητής Εθνικής Πινακοθήκης

 

Μεταπολεμικά, τότε που ο κόσμος πρωτοσυνειδητοποίησε με ένταση τον υπαρξιακό διχασμό του ανάμεσα στην _ αδιέξοδη τελικά _ επιστημονική και στη μεταφυσική σκέψη και τότε που η Σχολή της Φρανκφούρτης διέγνωσε τη σπαρακτική έκλειψη του Λόγου, αναγγέλθηκε στεντορεία τη φωνή από λογής θείτσες της κριτικής και Κασσάνδρες της ιστορίας, ο θάνατος της ζωγραφικής. Λες και είναι η ζωγραφική κάποια άκληρη γεροντοκόρη, τον θάνατο της οποίας προαναγγέλλουν κάθε τόσο οι ανιψιοί της και επίδοξοι κληρονόμοι. Ποιος όμως εν προκειμένω μπορεί ουσιαστικά να ωφεληθεί από αυτόν τον προαναγγελθέντα αλλά μηδέποτε συβεβηκότα θάνατο; Οι έμποροι εικαστικών παραδοξοτήτων και εμπλάστρων μιας βιομηχανοποιημένης avant-garde θα ήταν μια εύκολη απάντηση. Αλλά και οι δήθεν ζωγράφοι με χαρά θα έβλεπαν το τέλος μιας τέχνης που δέσποσε επί μισή χιλιετία ως βασική πολιτιστική αξία αλλά και ιδεολογικό άλλοθι του αστικού κόσμου και με ηδονή θα σκότωναν ό,τι δεν μπορούν να κατακτήσουν. Τέλος, οι ποικιλόχρωμοι θεωρητικοί που προσδοκούν την ευκαιρία μιας εμπνευσμένης νεκρολογίας η οποία θα δικαιολογήσει έστω και έτσι το ανύπαρκτο έργο τους.
Τα πράγματα όμως είναι ασφαλώς βαθύτερα και γι? αυτό επικινδυνότερα. Η ζωγραφική εικόνα ανέκαθεν επεδίωκε να καταστήσει ορατό το μυστικό και αόρατο, δηλαδή να ψαύσει την θεοφάνεια εκεί που άλλοι έδειχναν με τεντωμένο δάχτυλο το προφανές του «αντικειμενικού». Η ζωγραφική, πρώτα απ? όλα, στην υψηλή-ποιητική της διάσταση υπερασπίζεται την προσωπική ελευθερία του καθενός θεατή ώστε να αναδημιουργήσει τον κόσμο εξαρχής και να μην τον εκλάβει ως τετελεσμένο γεγονός. Βέβαια μιλώντας για τη μητέρα-Τέχνη όλων των νεότερων μορφών της εικόνας _ φωτογραφία, κινηματογράφο, video _ θα πρέπει να διασαφηνίσουμε πως άλλο ζωγραφική και άλλο «ζωγραφικότητα», όπως άλλο πράγμα θέατρο και άλλο «θεατρικότητα».
Όμως ως εδώ οι θεωρητικολογίες. Σ? αυτούς τους μελαγχολικούς καιρούς η Τέχνη, όχι ως νεοπλουτιστική επίδειξη, αλλά σαν έσχατο εκφραστικό δικαίωμα, είναι η μόνη μας ελπίδα. Είναι αυτή που θα σώσει _ αν ποτέ σωθεί _ τον κόσμο.
Ο Κωστής Γεωργίου είναι ένας ζωγράφος που εδώ και καιρό έχει επιτύχει προσωπικό ύφος και μορφοπλαστική επάρκεια κάνοντας και γλυπτική. Γιατί όχι όμως; Ποιος είναι αυτός που διαχωρίζει τόσο μονοειδώς τα πράγματα, μοιράζοντας αφελώς ρόλους; Αν η τέχνη συνιστά όλον, πως μπορεί ο καλλιτέχνης να λειτουργεί σαν μέρος;
Στους πίνακές του ο Γεωργίου ακολουθεί το προσωπικό του ένστικτο κι ένα νευρώδες ταμπεραμέντο, συνδυάζοντας το μεγαλειώδες με την καρικατούρα και την εξπρεσιονιστική φόρμα μ?έναν φρενιτιώδη κολορισμός. Θέμα του η πανάρχαια διαπλοκή του ανθρώπου με το ζώο, του κτήνους που διεκδικεί ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά και του Homo Humanus που αποθηριώνεται. Το ίδιο συμβαίνει εξάλλου και με τη γλυπτική του: φιγούρες και σκυλιά εναλλάσουν την περίεργα ελκυστική δυσμορφία τους, όντα ανθρωπόμορφα που περιφέρουν την υβριδική τους φύση είτε σαν τα ξόανα μιας αρχέγονης λατρείας _ σαν τον κυνόμορφο θεό Άνουβι των Αιγυπτίων, για παράδειγμα _ ή σαν τους ακραίους μετασχηματισμούς και τις δραματικές μεταλλάξεις ενός τελευταίου βιογενετικού πειράματος. Το δράμα όμως στην τέχνη του Κώστη Γεωργίου δεν ρέει στην επιφάνεια των έργων του, γλυπτικών ή ζωγραφικών, αλλά εμφωλεύει επωάζοντας τ? αυγά του τρόμου στον πυρήνα τους. Κι αυτό είναι ίσως-ίσως το πιο ουσιαστικό μυστικό της ποιητικής του: μέσα από μια παραπειστική σαγήνη της μορφής, από μια εκκωφαντική χρωματολαγνεία, εγκαθιστά τον θεατή στα έγκατα του πιο υπαρξιακού δέους. Εικονογραφόντας τα όρια μιας ανθρωπότητας όλο και περισσότερο απάνθρωπης, ψυχανεμίζεται το τραγικό, ακροπατώντας στο γελοίο, εφόσον η εποχή των ηρωικών συνταγμάτων της εικόνας έχει πια παρέλθει. Ως πότε; Έως ότου το ζωώδες διεκδικήσει πάλι την μαγική, υπερβατική του φύση. Εδώ η τέχνη του Γεωργίου συναντιέται με τις φόρμες του Γερμανού Horst Antes ή του Βρετανού Graham Sutterland ή του Κολομβιανού Armando Bottero και αναδεικνύεται σε σύγχρονη ευρωπαϊκή αξία. Τι σημαίνει αυτό;
Σε μιαν εποχή άκρατου ορθολογισμού, το ζωώδες μπορεί να κρύβει την αλήθεια μιας καταδιωγμένης αλλά παντοδύναμης φύσης, η οποία διεκδικεί πάλι τα δικαιώματά της...
* Οι Αρχαίοι Έλληνες για να μην αναφέρουν συχνά το όνομα του Διός και προκαλούν έτσι τις δυνάμεις στο υπερπέραν, δεν έλεγαν «Νη τον Δία» αλλά «Νη τον Κύνα» (Μα τον Σκύλο)! Κι έτσι όμως απεκάλυπταν άθελά τους την ανάμνηση μιας ζωόμορφης θρησκείας, που σταδιακά είχε παραμερίσει ο πολιτισμός