ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΔΙΟΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣΑθηνά Σχινά,Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης
Μέσα από τις ιδιοσυχνότητες του χρώματος
Εκτυφλωτικά χρώματα που οι αντιπαραθέσεις τους και οι τρόποι, που έχουν από τον ζωγράφο Κωστή Γεωργίου, απλωθεί στον καμβά, προκαλούν αρχικά στον θεατή εντάσεις, που έλκουν όλο και περισσότερο την προσοχή του στα θέματα των έργων, εμβαθύνοντας όμως σταδιακά στην παρασημαντική τους. Αν χρησιμοποίησα τον μουσικό όρο «παρασημαντική», είναι γιατί πρώτιστα ενδιαφέρει τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη η διαπραγμάτευση των συγκρουσιακών μεταισθήσεων που προκαλούν τα χρώματα και κατά δεύτερο λόγο το θέμα και οι παραπομπές του, οι εννοιοδοσίες του και οι διεγέρσεις των όποιων συνειρμών αυτές προκαλούν.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, αν τα πορφυρά, τα σμαραγδένια, τα ρόδινα, τα βιολετιά, τα φωσφορίζοντα μπλε και τα πράσινα χρώματα, είναι τοποθετημένα επίτηδες και με κατάλληλη διάταξη στην σύνθεση, έτσι ώστε να προκαλούν το βλέμμα να συναισθανθεί την ηφαιστειώδη τους εκρηκτική ατμόσφαιρα. Η απάντηση αν δεν είναι αρνητική, τουλάχιστον είναι μερικώς αληθινή, γιατί ο Κ. Γεωργίου δεν στοχεύει στον αφοπλισμό του θεατή, αλλά στην υποβολή μιας συνθήκης που μπορεί να τον οδηγήσει ως αναγωγή, αρκετούς αιώνες παλαιότερα, τότε που στην αρχαιοελληνική πραγματικότητα το χρώμα λειτουργούσε ως ποιοτικό και ταυτοχρόνως ως ποσοτικό μέγεθος, ως φυσική επίσης διάσταση και ταυτοχρόνως ως μετωνυμική ένδειξη της θέσης, της υφής και της παρουσίας του, υπερακοντίζοντας το προφανές.
Όταν αρχίζει ο Κωστής Γεωργίου να προετοιμάζει μια επιφάνειά του, την αντιμετωπίζει διττά. Μπροστά του δεν ανοίγεται μια επιφάνεια αλλά ένα επίπεδο, το οποίο υποδέχεται ογκοπλαστικά το χρώμα, ως κινητήριο μοχλό διέγερσης μνημοτεχνικών κοιτασμάτων που φωλιάζουν στο υποσυνείδητο. Την ίδια στιγμή, το επίπεδο αυτό λειτουργεί ως πολυεστιακή πηγή εκπόρευσης φαντασιακών διαδικασιών που δραστηριοποιούνται στον θεατή καθώς βαθμιαία ανασύρονται από το βάθος της ψυχικής του ενδοχώρας. Δομικά, ο ζωγράφος στοιχειοθετεί και χαράσσει τις θέσεις των χρωμάτων και τις αποστάσεις τους, τις κλίσεις των αξόνων και τις τομές της φόρμας τους, τα σημεία ισορροπιών τους, αλλά και τα κέντρα ανατροπών των καθηλωτικών τους συμβάσεων. Ο διττός τρόπος αντιμετώπισης αφενός των επιφανειών ως επιπέδων και των χρωμάτων αφετέρου ως ποσοτικών και ποιοτικών μεγεθών, στην εκδιπλωνόμενη φυσική και μαζί φαντασιακή τους διάσταση, ορίζει την πράξη της ζωγραφικής ως χωροθεσία του θεατών όψεων της «παράστασης» και ταυτοχρόνως του διενεργούμενου παράγοντα που αυτές οι όψεις ορίζουν, καθώς μεταποιούν την εικόνα σε δράση, η οποία θαρρείς «εξαίφνης» παγιώνεται.
Το χρώμα λειτουργεί στρωματογραφικά, αναδύοντας την δυναμική του από το βάθος προς την επιφάνεια και αντιστρόφως. Το χρώμα, οι ιδιαιτερότητες του πλασίματός του, στα έργα του Κωστή Γεωργίου, οι φωταύγειες, οι λάμψεις και οι αντανακλάσεις του, οι αρμονικοί του συσχετισμοί και οι συγκρουσιακές του συνιστώσες, γίνονται κατ΄ ουσίαν το «θέμα» του ζωγράφου, ο οποίος ουδέποτε αναπαριστά την φύση ή το οικείο του περιβάλλον. Εμπνέεται από εικόνες της καθημερινότητας, τις οποίες όμως διαστέλλει στα όρια του μύθου. Η διαπίστωση είναι, πως ο δημιουργός, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ενδιαφέρεται να μιμηθεί ό,τι βλέπει, ούτε το ανταγωνίζεται, όσον αφορά στην προσομοίωση της εικόνας. Η προσοχή του εστιάζεται στους κραδασμούς, στις ταλαντώσεις και στις ιδιοσυχνότητες που αφήνουν τα γεγονότα ή οι καταστάσεις της πραγματικότητας πίσω τους, χρωματίζοντας τις συγκρουσιακές τους αντιφάσεις και τις υποδόρειες, αλλά ανεκδήλωτές τους εκφάνσεις. Η πραγματικότητα, στα έργα του, μετατρέπεται σε αίνιγμα και απορία, σε διερώτημα και σε γέφυρα διασύνδεσης ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, στο πιθανό και στο λανθάνον, στο προσδιορίσιμο και στο απροσδιόριστο, στο φευγαλέο και στην μνημείωση της παραδοξότητας του στιγμιαίου.
Ο χώρος, στα έργα του, εμφανίζεται ως συσσωματωμένος χρόνος. Ένας χώρος, που συγχωνεύει και την ίδια στιγμή φυγοκεντρίζει τις μορφές, οι οποίες ογκοστατικά αιωρούνται μέσα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα φωταύγειας και μυστηρίου, δράσης και ταυτόχρονης ακινησίας. Τα χρώματα φέγγουν στην επιφάνεια όπως τα ορυκτά, με κρυσταλλική σχεδόν δομή κι είναι εκείνη που τα κάνει άλλωστε να φωσφορίζουν. Η αίσθηση αυτή τροφοδοτεί το ύφος και την στάση της κάθε μορφής, καθώς και των εκάστοτε παριστανομένων της εικόνας. Των παριστανομένων, που έχουν φιλοτεχνηθεί με ρευστή, φευγαλέα πινελιά και άλλοτε πάλι με σπάτουλα, τονίζοντας την υλική τους υπόσταση που μετουσιώνεται. Παράλληλα, οι μορφές του Κ. Γεωργίου διαθέτουν εμφανή στοιχεία ιερατικότητας και έντονου τελετουργικού χαρακτήρα, σαν να συμπυκνώνουν και να εκλύουν φορτία ενέργειας που βρίσκονται σε διεργασιακή εξέλιξη, με συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα τα δυναμικά τους σθένη, μέσα από την σύμπραξη της «χημείας» και της «αλχημείας» τους, της αμφίσημης αναγνωριστικότητάς τους και της σαγήνης που εκπέμπουν.
Στον βαθμό που ο Κωστής Γεωργίου δεν διαπραγματεύεται με όρους μίμησης τα είδωλά του ή τα μοτίβα του, αλλά τους μεταξύ τους απροσδόκητους συσχετισμούς, τους συνειρμούς και τις υπερβάσεις, η ίδια η αποτύπωση της δυναμικής κατάστασης είναι εκείνη που τον ενδιαφέρει, ανάμεσα στο «πρότυπο» και στην «ομοίωση», σύμφωνα με την Αριστοτελική εκδοχή, αλλά και σύμφωνα με τα σχόλια του Πλωτίνου στις «Εννεάδες» του. Για το λόγο αυτό οι φιγούρες του, μνημειακά παρούσες, διαρκώς μεταμορφωνόμενες και έτοιμες να δραπετεύσουν, δεν είναι πρόσωπα, αλλά «personae», οι οποίες σκηνοθετούνται και σκηνογραφούνται σε μια ανατρεπτική θεατρική αυλαία, διαδραματίζοντας ρόλους και συνιστώσες καταστάσεις των μύθων τους και μαζί της αλληγορικής τους πραγματικότητας. Θαρρείς και είναι «όντα» κοσμογένεσης, αυτές οι «personae», καθώς κινούνται μέσα από τους ρυθμούς και τα αντιφατικά συμφραζόμενα της εποχής μας, μεταφέροντας τις ενδείξεις της (όπως βία, φυγή, εξωτισμός, ταχύτητα, ανάλωση, ευμάρεια, υπαρξιακή μοναξιά, ιδεολογική αντιπαροχή), ενώ ταυτοχρόνως ενσωματώνουν δραματικά στις φόρμες τους, τους χρόνους αποστάσεων του φωτός στο διάστημα ή τους γεωλογικούς χρόνους των κοιτασμάτων της γης και των διαμορφώσεών της στα έγκατα. Από αυτήν την άποψη, το «εγώ» που εκφράζεται μέσα από την εξπρεσιονιστική χειρονομία του Κωστή Γεωργίου, διασταυρώνεται με την «ετερότητα» των γεγονότων του σχεδιοχρωματισμού που μεταφέρουν οι καθημερινές και γιγαντικές, οι οικείες και απόμακρες μορφές του, παραπέμποντας σε έναν υπερβατικό χώρο και χρόνο, που τον υποθάλπουν τα αθέατα, οι υποθέσεις των αινιγμάτων της ζωής, τα τεκταινόμενα των «υποκειμένων» της, στα εκρηξιγενή θολάμια της γης ή των «υπερκειμένων» της, στο στερέωμα.
Οι «νεκρές φύσεις», οι «αρχιερατικές γυναίκες», οι «ανδρικές φιγούρες», τα «ζώα», στην ζωγραφική του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, λειτουργούν μέσα από τα εισαγωγικά τους. Γιατί, το θέμα είναι ο τρόπος παρουσίας και αλυσιδωτής συνομιλίας τους με τα πρωθύστερα και τα παρεπόμενα μιας συνεχόμενης δράσης, που είναι ωστόσο παροχετευμένη στην δομή της σύνθεσης, καθώς και στην αντιφωνική διαπλοκή των τόνων του χρώματος, στους χώρους επίσης και στους χρόνους που οι ίδιες οι μορφές υπαγορεύουν, στην ενεστώσα τους κατάσταση. Μια κατάσταση, η οποία εμπεριέχει υπερσυντέλικους αλλά και μέλλοντες της ιστορίας που αφηγείται την ίδια εντέλει την αυτοδύναμη περιπέτεια της αφηγηματικής της πλοκής, όπως αυτή υποδηλώνεται απ΄την «εικόνα».
Αθηνά Σχινά
Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης